- αξιωματούχος
- οαυτός που έχει κάποιο αξίωμα, κατέχει μια υψηλή θέση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξιωματούχος — α, ο αυτός που έχει κάποιο αξίωμα: Ανήκε στους αξιωματούχους της οργάνωσης, δεν ήταν απλό μέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερίφης — Αξιωματούχος της εκτελεστικής εξουσίας σε περιοχές της Μ. Βρετανίας, Ιρλανδίας και ΗΠΑ. Η νομική τους θέση στη Μ. Βρετανία καθορίζεται από κανόνες του κοινού δικαίου και αποφάσεις της Βουλής. Στη χώρα αυτή δεν μπορούν να γίνουν σ. οι φτωχοί, οι… … Dictionary of Greek
πρεβό — Αξιωματούχος στη μεσαιωνική Γαλλία. Στις αρχές του 11ου αι. ο π. ήταν αξιωματούχος της βασιλικής αυλής με δικαστική, φορολογική και στρατιωτική δικαιοδοσία, μέσα στα όρια των διοικητικών περιφερειών στις οποίες διαιρούταν η επικράτεια του βασιλιά … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Μαυροκορδάτος — I Επώνυμο οικογένειας λόγιων και πολιτικών, με βυζαντινή καταγωγή. 1. Αλέξανδρος (1791 – 1865). Γιος του Νικολάου (11.), αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Βλ. λ. Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος. 2. Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων… … Dictionary of Greek
ελλαδάρχης — ἑλλαδάρχης, ο (Α) 1. ο πρόεδρος τού κοινού τών Αχαιών που είχε συνήθως το αξίωμα τού πρώτου από τους ιερείς 2. αξιωματούχος τής δελφικής αμφικτιονίας κατά τη ρωμαϊκή εποχή 3. αξιωματούχος τής ελληνικής κοινότητας στη Γαλατία τής Μικρός Ασίας … Dictionary of Greek
καστρησιανός — και καστρισιανός, ὁ (Μ) 1. φύλακας τού στρατοπέδου, στρατιώτης που ανήκε σε φρουρά τών συνόρων η οποία στάθμευε σε φρούριο ή σε μόνιμο στρατόπεδο 2. στρατιωτικός αξιωματούχος 3. αυλικός αξιωματούχος που ήταν αρμόδιος για την αυτοκρατορική τράπεζα … Dictionary of Greek
κατατυγχάνω — (AM) μσν. συναντώ κάποιον αρχ. 1. επιτυγχάνω τον σκοπό μου, φθάνω στο επιθυμητό τέλος τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῑν προσευχόμενοι, Διόδ.) 2. είμαι τυχερός («ἂν δ ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῑν», Δημοσθ.) 3. τυχαίνω στο μερίδιο κάποιου… … Dictionary of Greek